θυμιατήριο

θυμιατήριο
και θυμιατήρι και θυμιατερό και θυμιατό, το
(ΑΜ θυμιατήριον και Α ιων. τ. θυμιητήριον) [θυμιώ]
σκεύος στο οποίο καίγεται θυμίαμα, θυμιατό, λιβανιστήρι
νεοελλ.
σκεύος που χρησιμοποιείται για θυμίαση τού εικονοστασίου τών σπιτιών
αρχ.
1. δοχείο για κάπνισμα
2. ονομασία τού αστερισμού Βωμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θυμιατερό — το το θυμιατήριο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμιατήριο κατά τα μπανι ερό, τσαγι ερό] …   Dictionary of Greek

  • θυμιατή — θυμιατήρ, ῆρος, ὁ (ΑΜ) θυμιατό, θυμιατήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμιώ. Αξιοσημείωτη η κατάλ. τήρ, που δηλώνει συνήθως τον δράστη (πρβλ. δo τήρ), ορισμένες φορές όμως και το όργανο (πρβλ. ηθη τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • θυτήριον — θυτήριον, τὸ (Α) [θυτήρ] 1. το προσφερόμενο ως θυσία, το θύμα 2. θυσιαστήριο, βωμός 3. θυμιατήριο …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Ολυμπίας — Οι συστηματικές ανασκαφές στο ιερό της Ολυμπίας, τον προσφιλέστερο λατρευτικό χώρο της αρχαίας Ελλάδας, άρχισαν το 1875, από Γερμανούς αρχαιολόγους, και με ολιγόχρονες διακοπές συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών βρήκαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”